- παρεμβάλλειν
- παρεμβάλλωput in besidepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… … Dictionary of Greek